αγγελικάτος

αγγελικάτος
-άτη, -άτο
ωραίος σαν άγγελος, κομψός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγελικός + παραγ. κατάληξη -άτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγγελικάτος — η, ο ωραίος σαν άγγελος: Τ αγγελικάτο σου κορμί κρυφά το καμαρώνω (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”